καλλιοτερίζω

καλλιοτερίζω
καλλιοτερίζω (Μ) [καλλιότερος]
1. πληρώνω για ζημιά που έκανα, αποζημιώνω
2. βελτιώνομαι, καλυτερεύω
3. περιποιούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλλιοτέρισμα — καλλιοτέρισμα, τὸ (Μ) [καλλιοτερίζω] χάρισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”